αρχικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αρχικά
<
αρχικός
Επίρρημα
αρχικά
στην
αρχή
αρχικά
δεν τον συμπαθούσα, αργότερα όμως άλλαξα γνώμη
Συνώνυμα
πρωτίστως
κατ' αρχάς
ξεκινώντας
Μεταφράσεις
αρχικά
αγγλικά
:
initially
(en)
,
early on
(en)
,
for starters
(en)
γαλλικά
:
initialement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αρχικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αρχικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.