λοιμωξιολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λοιμωξιολόγος οι λοιμωξιολόγοι
      γενική του/της λοιμωξιολόγου των λοιμωξιολόγων
    αιτιατική τον/τη λοιμωξιολόγο τους/τις λοιμωξιολόγους
     κλητική λοιμωξιολόγε λοιμωξιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λοιμωξιολόγος < (καθαρεύουσα) λοίμωξι(ς) + -ο- + -λόγος

Προφορά

ΔΦΑ : /li.mo.ksi.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοιμωξιολόγος

Ουσιαστικό

λοιμωξιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.