λοιμωξιολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λοιμωξιολογικός η λοιμωξιολογική το λοιμωξιολογικό
      γενική του λοιμωξιολογικού της λοιμωξιολογικής του λοιμωξιολογικού
    αιτιατική τον λοιμωξιολογικό τη λοιμωξιολογική το λοιμωξιολογικό
     κλητική λοιμωξιολογικέ λοιμωξιολογική λοιμωξιολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λοιμωξιολογικοί οι λοιμωξιολογικές τα λοιμωξιολογικά
      γενική των λοιμωξιολογικών των λοιμωξιολογικών των λοιμωξιολογικών
    αιτιατική τους λοιμωξιολογικούς τις λοιμωξιολογικές τα λοιμωξιολογικά
     κλητική λοιμωξιολογικοί λοιμωξιολογικές λοιμωξιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λοιμωξιολογικός < λοιμωξιολόγος / λοιμωξιολογ(ία) + -ικός

Επίθετο

λοιμωξιολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.