λοίμωξις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λοίμωξις < ελληνιστική κοινή λοιμώσσω / λοιμώττω + -σις < αρχαία ελληνική λοιμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.mo.ksis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοίμωξις

Ουσιαστικό

λοίμωξις θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.