λογομάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λογομάχος | οι | λογομάχοι |
| γενική | του | λογομάχου | των | λογομάχων |
| αιτιατική | τον | λογομάχο | τους | λογομάχους |
| κλητική | λογομάχε | λογομάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λογομάχος αρσενικό
- πρόσωπο που εμπλέκεται, ως ρήτορας, συγγραφέας ή αρθρογράφος, σε έντονες αντιδικίες για διαφορά ζητήματα και έχει την ικανότητα να αναπτύσσει με αποτελεσματικότητα την επιχειρηματολογία του, συνήθως με επιθετικό τόνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.