αντιδικία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιδικία | οι | αντιδικίες |
| γενική | της | αντιδικίας | των | αντιδικιών |
| αιτιατική | την | αντιδικία | τις | αντιδικίες |
| κλητική | αντιδικία | αντιδικίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιδικία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιδικία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.ðiˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐δι‐κί‐α
Ουσιαστικό
αντιδικία θηλυκό
- η έντονη αντιπαράθεση /η διαμάχη
- η σχέση μεταξύ δύο αντιδίκων, προσώπων που βρίσκονται σε δικαστική αντιπαράθεση
Αναφορές
- αντιδικία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.