αντιδικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιδικία οι αντιδικίες
      γενική της αντιδικίας των αντιδικιών
    αιτιατική την αντιδικία τις αντιδικίες
     κλητική αντιδικία αντιδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιδικία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιδικία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.ðiˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιδικία

Ουσιαστικό

αντιδικία θηλυκό

  1. η έντονη αντιπαράθεσηδιαμάχη
  2. η σχέση μεταξύ δύο αντιδίκων, προσώπων που βρίσκονται σε δικαστική αντιπαράθεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.