διαφορικός λογισμός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαφορικός λογισμός < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
διαφορικός λογισμός αρσενικό
- (μαθηματικά) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη μελέτη των ρυθμών μεταβολής των ποσοτήτων.
-
διαφορικός λογισμός στη Βικιπαίδεια

- Βικιπαίδεια - Λογισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.