calculus
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
calculus (en)
- λογισμός
- (ειδικότερα) (μαθηματικά) λογισμός, απειροστικός λογισμός
- Calculus is the study of functions, their derivatives and integrals (Απειροστικός λογισμός είναι η μελέτη των συναρτήσεων, των παραγώγων και των ολοκληρωμάτων τους)
- (ιατρική) πέτρα
Σημειώσεις
Στην ελληνική μαθηματική ορολογία, ο όρος απειροστικός λογισμός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τον διαφορικό λογισμό (differential calculus) όσο και τον ολοκληρωτικό λογισμό (integral calculus). Στην αγγλική μαθηματική ορολογία, ο όρος infinitesimal calculus έχει αντικατασταθεί από τον όρο calculus.
Πολυλεκτικοί όροι
-
calculus στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.