λογικεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογικεμένος | η | λογικεμένη | το | λογικεμένο |
| γενική | του | λογικεμένου | της | λογικεμένης | του | λογικεμένου |
| αιτιατική | τον | λογικεμένο | τη | λογικεμένη | το | λογικεμένο |
| κλητική | λογικεμένε | λογικεμένη | λογικεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογικεμένοι | οι | λογικεμένες | τα | λογικεμένα |
| γενική | των | λογικεμένων | των | λογικεμένων | των | λογικεμένων |
| αιτιατική | τους | λογικεμένους | τις | λογικεμένες | τα | λογικεμένα |
| κλητική | λογικεμένοι | λογικεμένες | λογικεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογικεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λογικεύω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
λογικεμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.