αλογίκευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλογίκευτος | η | αλογίκευτη | το | αλογίκευτο |
| γενική | του | αλογίκευτου | της | αλογίκευτης | του | αλογίκευτου |
| αιτιατική | τον | αλογίκευτο | την | αλογίκευτη | το | αλογίκευτο |
| κλητική | αλογίκευτε | αλογίκευτη | αλογίκευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλογίκευτοι | οι | αλογίκευτες | τα | αλογίκευτα |
| γενική | των | αλογίκευτων | των | αλογίκευτων | των | αλογίκευτων |
| αιτιατική | τους | αλογίκευτους | τις | αλογίκευτες | τα | αλογίκευτα |
| κλητική | αλογίκευτοι | αλογίκευτες | αλογίκευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αλογίκευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.