λογικεμένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

λογικεμένο

  1. αιτιατική ενικού του λογικεμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λογικεμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.