λιχανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιχανός οι λιχανοί
      γενική του λιχανού των λιχανών
    αιτιατική τον λιχανό τους λιχανούς
     κλητική λιχανέ λιχανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιχανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιχανός < λείχω (γλείφω)

Ουσιαστικό

λιχανός αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λιχανός < λείχω (γλείφω) θέμα ... + -ανός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
λῐχᾰνο-
ονομαστική λιχανός λιχανή τὸ λιχανόν
      γενική τοῦ λιχανοῦ τῆς λιχανῆς τοῦ λιχανοῦ
      δοτική τῷ λιχαν τῇ λιχαν τῷ λιχαν
    αιτιατική τὸν λιχανόν τὴν λιχανήν τὸ λιχανόν
     κλητική ! λιχανέ λιχανή λιχανόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λιχανοί αἱ λιχαναί τὰ λιχανᾰ́
      γενική τῶν λιχανῶν τῶν λιχανῶν τῶν λιχανῶν
      δοτική τοῖς λιχανοῖς ταῖς λιχαναῖς τοῖς λιχανοῖς
    αιτιατική τοὺς λιχανούς τὰς λιχανᾱ́ς τὰ λιχανᾰ́
     κλητική ! λιχανοί λιχαναί λιχανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λιχανώ τὼ λιχανᾱ́ τὼ λιχανώ
      γεν-δοτ τοῖν λιχανοῖν τοῖν λιχαναῖν τοῖν λιχανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λιχανός, -ος, -ον

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιχανός οἱ λιχανοί
      γενική τοῦ λιχανοῦ τῶν λιχανῶν
      δοτική τῷ λιχαν τοῖς λιχανοῖς
    αιτιατική τὸν λιχανόν τοὺς λιχανούς
     κλητική ! λιχανέ λιχανοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιχανώ
γεν-δοτ τοῖν  λιχανοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λιχανός αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.