τετράχορδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράχορδο τα τετράχορδα
      γενική του τετράχορδου των τετράχορδων
    αιτιατική το τετράχορδο τα τετράχορδα
     κλητική τετράχορδο τετράχορδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετράχορδο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τετράχορδο ουδέτερο

  1. βιολί με τέσσερις χορδές
  2. (βυζαντινή μουσική) σύνολο τεσσάρων διαδοχικών φθόγγων. Κάθε κλίμακα έχει 8 φθόγγους (π.χ. Κλίμακα του νη : νη, πα, βου, γα, δι, κε, ζω, νη), ενώ επίσης έχει και 2 τετράχορδα (π.χ. κλίμακα του ΝΗ: το βαρύ ή χαμηλό τετράχορδο (νη, πα, βου, γα) και το οξύ ή υψηλό τετράχορδο (δι, κε, ζω, νη)}}. Τα τετράχορδα χωρίζονται μεταξύ τους με έναν τόνο που λέγεται διαζευκτικός τόνος. Κάθε τετράχορδο περιέχει 30 μόρια.


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.