λιπομαρτυρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιπομαρτυρία | οι | λιπομαρτυρίες |
| γενική | της | λιπομαρτυρίας | των | λιπομαρτυριών |
| αιτιατική | τη | λιπομαρτυρία | τις | λιπομαρτυρίες |
| κλητική | λιπομαρτυρία | λιπομαρτυρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.po.maɾ.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πο‐μαρ‐τυ‐ρί‐α
Ουσιαστικό
λιπομαρτυρία θηλυκό
- (νομικός όρος) η απουσία μάρτυρα από δίκη σε δικαστήριο κατά αδικαιολόγητο τρόπο
Συγγενικά
- λιπομάρτυρας
- → δείτε τις λέξεις λείπω και μάρτυρας
Μεταφράσεις
λιπομαρτυρία
|
|
Αναφορές
- λιπομαρτυρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.