λιθοκόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λιθοκόπος οι λιθοκόποι
      γενική του/της λιθοκόπου των λιθοκόπων
    αιτιατική τον/τη λιθοκόπο τους/τις λιθοκόπους
     κλητική λιθοκόπε λιθοκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθοκόπος < ελληνιστική κοινή λιθοκόπος < αρχαία ελληνική λίθος + κόπτω

Ουσιαστικό

λιθοκόπος

  1. (αρσενικό ή θηλυκό) που (έχει ως επάγγελμα να) κόβει / θραύει λίθους
     συνώνυμα: λιθοθραύστης
  2. (αρσενικό) εργαλείο για την κοπή / θραύση λίθων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.