λιθοθραύστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθοθραύστης οι λιθοθραύστες
      γενική του λιθοθραύστη των λιθοθραυστών
    αιτιατική τον λιθοθραύστη τους λιθοθραύστες
     κλητική λιθοθραύστη λιθοθραύστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθοθραύστης < λίθ(ος) + -ο- + -θραύστης

Ουσιαστικό

λιθοθραύστης αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.