λιθοδόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθοδόμος οι λιθοδόμοι
      γενική του λιθοδόμου των λιθοδόμων
    αιτιατική τον λιθοδόμο τους λιθοδόμους
     κλητική λιθοδόμε λιθοδόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθοδόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιθοδόμος λιθο- + -δόμος

Ουσιαστικό

λιθοδόμος αρσενικό

  • (οικοδομική, επάγγελμα) χτίστης που χτίζει με πέτρες
    χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιθοδόμος οἱ λιθοδόμοι
      γενική τοῦ λιθοδόμου τῶν λιθοδόμων
      δοτική τῷ λιθοδόμ τοῖς λιθοδόμοις
    αιτιατική τὸν λιθοδόμον τοὺς λιθοδόμους
     κλητική ! λιθοδόμε λιθοδόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιθοδόμω
γεν-δοτ τοῖν  λιθοδόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθοδόμος < λιθο- + -δόμος

Ουσιαστικό

λιθοδόμος, -ου αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις λίθος και δέμω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.