χτίστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χτίστης οι χτίστες
      γενική του χτίστη των χτιστών
    αιτιατική τον χτίστη τους χτίστες
     κλητική χτίστη χτίστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άγαλμα που απεικονίζει χτίστες έξω από τον καθεδρικό ναό της Αμβέρσας

Ετυμολογία

χτίστης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτίστης με ανομοίωση [kt] > [xt][1] Δείτε και το κτίστης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxti.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτίστης

Ουσιαστικό

χτίστης αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χτίζω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.