δέμω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | δέμω | δέμομαι |
| Παρατατικός | ἔδεμον & δέμον (επικό) | |
| Μέλλοντας | ||
| Αόριστος | ἔδειμα & δεῖμα (επικό) | ἐδείματο |
| Παρακείμενος | δέδμημαι | |
| Υπερσυντέλικος | ἐδεδμήμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- δέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *demh₂- (χτίζω). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνικά) δόμος, (λατινικά) domus, (αλβανικά) dhomë (δωμάτιο), (σανσκριτικά) दम (dáma), (πρωτοσλαβική γλώσσα) *domъ, (αγγλοσαξονικά) timber (χτίσιμο) (αγγλικά timber)
Σημειώσεις
- σπάνιο σε ενεστώτα και παρατατικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.