δέμω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δέμω   δέμομαι 
Παρατατικός  ἔδεμον & δέμον (επικό) 
Μέλλοντας
Αόριστος  ἔδειμα & δεῖμα (επικό)   ἐδείματο 
Παρακείμενος  δέδμημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐδεδμήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

δέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *demh₂- (χτίζω). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνικά) δόμος, (λατινικά) domus, (αλβανικά) dhomë (δωμάτιο), (σανσκριτικά) दम (dáma), (πρωτοσλαβική γλώσσα) *domъ, (αγγλοσαξονικά) timber (χτίσιμο) (αγγλικά timber)

Ρήμα

δέμω

  1. χτίζω
  2. κατασκευάζω
  3. παρασκευάζω
  4. κάνω

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • σπάνιο σε ενεστώτα και παρατατικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.