λιθοβολημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιθοβολημένος | η | λιθοβολημένη | το | λιθοβολημένο |
| γενική | του | λιθοβολημένου | της | λιθοβολημένης | του | λιθοβολημένου |
| αιτιατική | τον | λιθοβολημένο | τη | λιθοβολημένη | το | λιθοβολημένο |
| κλητική | λιθοβολημένε | λιθοβολημένη | λιθοβολημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιθοβολημένοι | οι | λιθοβολημένες | τα | λιθοβολημένα |
| γενική | των | λιθοβολημένων | των | λιθοβολημένων | των | λιθοβολημένων |
| αιτιατική | τους | λιθοβολημένους | τις | λιθοβολημένες | τα | λιθοβολημένα |
| κλητική | λιθοβολημένοι | λιθοβολημένες | λιθοβολημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιθοβολημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λιθοβολώ
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.