λιθοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιθοβολώ < ελληνιστική κοινή λιθοβολέω / λιθοβολῶ < αρχαία ελληνική λιθοβόλος < λίθος + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.θo.voˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐βο‐λώ
Ρήμα
λιθοβολώ (παθητική φωνή: λιθοβολούμαι)
- πετάω πέτρες ενάντια σε κάποιον
- (ειδικότερα) θανατώνω κάποιον ρίχνοντας εναντίον του πέτρες
- (μεταφορικά) επιτίθεμαι με σκληρά λόγια σε κάποιον
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αλιθοβόλητος
- λιθοβόλημα
- λιθοβολημένος
- λιθοβολία
- λιθοβολισμός
- → δείτε τις λέξεις λίθος και βάλλω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιθοβολώ | λιθοβολούσα | θα λιθοβολώ | να λιθοβολώ | λιθοβολώντας | |
| β' ενικ. | λιθοβολείς | λιθοβολούσες | θα λιθοβολείς | να λιθοβολείς | (λιθοβόλει) | |
| γ' ενικ. | λιθοβολεί | λιθοβολούσε | θα λιθοβολεί | να λιθοβολεί | ||
| α' πληθ. | λιθοβολούμε | λιθοβολούσαμε | θα λιθοβολούμε | να λιθοβολούμε | ||
| β' πληθ. | λιθοβολείτε | λιθοβολούσατε | θα λιθοβολείτε | να λιθοβολείτε | λιθοβολείτε | |
| γ' πληθ. | λιθοβολούν(ε) | λιθοβολούσαν(ε) | θα λιθοβολούν(ε) | να λιθοβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λιθοβόλησα | θα λιθοβολήσω | να λιθοβολήσω | λιθοβολήσει | ||
| β' ενικ. | λιθοβόλησες | θα λιθοβολήσεις | να λιθοβολήσεις | λιθοβόλησε | ||
| γ' ενικ. | λιθοβόλησε | θα λιθοβολήσει | να λιθοβολήσει | |||
| α' πληθ. | λιθοβολήσαμε | θα λιθοβολήσουμε | να λιθοβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | λιθοβολήσατε | θα λιθοβολήσετε | να λιθοβολήσετε | λιθοβολήστε | ||
| γ' πληθ. | λιθοβόλησαν λιθοβολήσαν(ε) |
θα λιθοβολήσουν(ε) | να λιθοβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιθοβολήσει | είχα λιθοβολήσει | θα έχω λιθοβολήσει | να έχω λιθοβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιθοβολήσει | είχες λιθοβολήσει | θα έχεις λιθοβολήσει | να έχεις λιθοβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιθοβολήσει | είχε λιθοβολήσει | θα έχει λιθοβολήσει | να έχει λιθοβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιθοβολήσει | είχαμε λιθοβολήσει | θα έχουμε λιθοβολήσει | να έχουμε λιθοβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιθοβολήσει | είχατε λιθοβολήσει | θα έχετε λιθοβολήσει | να έχετε λιθοβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιθοβολήσει | είχαν λιθοβολήσει | θα έχουν λιθοβολήσει | να έχουν λιθοβολήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.