αλιθοβόλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλιθοβόλητος | η | αλιθοβόλητη | το | αλιθοβόλητο |
| γενική | του | αλιθοβόλητου | της | αλιθοβόλητης | του | αλιθοβόλητου |
| αιτιατική | τον | αλιθοβόλητο | την | αλιθοβόλητη | το | αλιθοβόλητο |
| κλητική | αλιθοβόλητε | αλιθοβόλητη | αλιθοβόλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλιθοβόλητοι | οι | αλιθοβόλητες | τα | αλιθοβόλητα |
| γενική | των | αλιθοβόλητων | των | αλιθοβόλητων | των | αλιθοβόλητων |
| αιτιατική | τους | αλιθοβόλητους | τις | αλιθοβόλητες | τα | αλιθοβόλητα |
| κλητική | αλιθοβόλητοι | αλιθοβόλητες | αλιθοβόλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λιθοβολώ
Μεταφράσεις
- αλιθοβόλητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.