λιθοβολία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοβολία οι λιθοβολίες
      γενική της λιθοβολίας των λιθοβολιών
    αιτιατική τη λιθοβολία τις λιθοβολίες
     κλητική λιθοβολία λιθοβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθοβολία < ελληνιστική κοινή λιθοβολία

Ουσιαστικό

λιθοβολία θηλυκό

  1. άλλη γραφή του λιθοβολισμός / λιθοβόλημα
     συνώνυμα: πετροβολισμός / πετροβόλημα
  2. (παρωχημένο) αγώνισμα ρίψης (ειδικά διαμορφωμένων) λίθων όσο πιο μακριά γίνεται
    άλλες μορφές: λιθάρι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.