λιθοβόλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιθοβόλημα τα λιθοβολήματα
      γενική του λιθοβολήματος των λιθοβολημάτων
    αιτιατική το λιθοβόλημα τα λιθοβολήματα
     κλητική λιθοβόλημα λιθοβολήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθοβόλημα < μεσαιωνική ελληνική λιθοβόλημα[1] < ελληνιστική κοινή λιθοβολέω < αρχαία ελληνική λίθος + βάλλω

Ουσιαστικό

λιθοβόλημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.