ληγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ληγμένος η ληγμένη το ληγμένο
      γενική του ληγμένου της ληγμένης του ληγμένου
    αιτιατική τον ληγμένο τη ληγμένη το ληγμένο
     κλητική ληγμένε ληγμένη ληγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ληγμένοι οι ληγμένες τα ληγμένα
      γενική των ληγμένων των ληγμένων των ληγμένων
    αιτιατική τους ληγμένους τις ληγμένες τα ληγμένα
     κλητική ληγμένοι ληγμένες ληγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ληγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λήγω

Μετοχή

ληγμένος, -η, -ο

  1. που έχει λήξει, τελειωμένος
  2. που έχει περάσει η ημερομηνία λήξεως
    το γάλα που αγόρασα μόλις είναι ληγμένο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.