φωσφορούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωσφορούχος | η | φωσφορούχα | το | φωσφορούχο |
| γενική | του | φωσφορούχου | της | φωσφορούχας | του | φωσφορούχου |
| αιτιατική | τον | φωσφορούχο | τη | φωσφορούχα | το | φωσφορούχο |
| κλητική | φωσφορούχε | φωσφορούχα | φωσφορούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωσφορούχοι | οι | φωσφορούχες | τα | φωσφορούχα |
| γενική | των | φωσφορούχων | των | φωσφορούχων | των | φωσφορούχων |
| αιτιατική | τους | φωσφορούχους | τις | φωσφορούχες | τα | φωσφορούχα |
| κλητική | φωσφορούχοι | φωσφορούχες | φωσφορούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.