λεζάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεζάντα οι λεζάντες
      γενική της λεζάντας των λεζαντών
    αιτιατική τη λεζάντα τις λεζάντες
     κλητική λεζάντα λεζάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεζάντα < (άμεσο δάνειο) γαλλική légende + < εκκλησιαστική λατινική legenda (που πρέπει να διαβαστεί) < legendus, γερουνδιακό του ρήματος lego [1] < πρωτοϊταλική *legō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leǵ-

Προφορά

ΔΦΑ : /leˈzan.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεζάντα

Ουσιαστικό

λεζάντα θηλυκό

  1. μικρό κείμενο που συνοδεύει μια εικόνα, σε ένα σκίτσο, σε ένα γραφικό, σε μια φωτογραφία, ή σε ένα διάγραμμα και δίνει μια σύντομη περιγραφή του περιεχομένου των παραπάνω ή και την προέλευση της πηγής
  2. υπότιτλος, επεξήγηση, μικροκείμενο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.