γερουνδιακό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γερουνδιακό | τα | γερουνδιακά |
| γενική | του | γερουνδιακού | των | γερουνδιακών |
| αιτιατική | το | γερουνδιακό | τα | γερουνδιακά |
| κλητική | γερουνδιακό | γερουνδιακά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γερουνδιακό < υστερολατινική gerundivum
Ουσιαστικό
γερουνδιακό ουδέτερο
- λατινικό ρηματικό επίθετο που δηλώνει ότι πρέπει ή αξίζει να γίνει αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο προέρχεται
- delenda est Carthago: καταστρεπτέα ἐστίν ή Καρχηδών· πρέπει να καταστραφεί η Καρχηδών
- facinus laudandum: έργο που πρέπει να επαινεθεί ή είναι άξιο να επαινεθεί, αξιέπαινο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.