λαπαροσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαπαροσκοπικός | η | λαπαροσκοπική | το | λαπαροσκοπικό |
| γενική | του | λαπαροσκοπικού | της | λαπαροσκοπικής | του | λαπαροσκοπικού |
| αιτιατική | τον | λαπαροσκοπικό | τη | λαπαροσκοπική | το | λαπαροσκοπικό |
| κλητική | λαπαροσκοπικέ | λαπαροσκοπική | λαπαροσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαπαροσκοπικοί | οι | λαπαροσκοπικές | τα | λαπαροσκοπικά |
| γενική | των | λαπαροσκοπικών | των | λαπαροσκοπικών | των | λαπαροσκοπικών |
| αιτιατική | τους | λαπαροσκοπικούς | τις | λαπαροσκοπικές | τα | λαπαροσκοπικά |
| κλητική | λαπαροσκοπικοί | λαπαροσκοπικές | λαπαροσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαπαροσκοπικός < λαπαροσκοπία + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: laparoscopie < αρχαία ελληνική λαπάρα + σκοπέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.pa.ɾo.sko.piˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐πα‐ρο‐σκο‐πι‐κός
Επίθετο
λαπαροσκοπικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη λαπαροσκόπηση / λαπαροσκοπία ή αναφέρεται σ’ αυτή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.