λαπάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαπάρα | οι | λαπάρες |
| γενική | της | λαπάρας | των | λαπαρών |
| αιτιατική | τη | λαπάρα | τις | λαπάρες |
| κλητική | λαπάρα | λαπάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαπάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαπάρα
Ουσιαστικό
λαπάρα θηλυκό
- λάπα
Μεταφράσεις
λαπάρα
|
|
Πηγές
- λαπάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
λαπάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λαπάρα θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- λαπάρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαπάρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.