λαγούτο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαγούτο < λαούτο με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈɣu.to/

Ουσιαστικό

λαγούτο ουδέτερο

(μουσικό όργανο)  δείτε τη λέξη λαούτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.