λαουτιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαουτιέρης | οι | λαουτιέρηδες |
| γενική | του | λαουτιέρη | των | λαουτιέρηδων |
| αιτιατική | τον | λαουτιέρη | τους | λαουτιέρηδες |
| κλητική | λαουτιέρη | λαουτιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Λαουτιέρης του Βαλεντέν ντε Μπουλόνι (1591-1632) από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης
Μεταφράσεις
λαουτιέρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.