λαοφιλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαοφιλής | η | λαοφιλής | το | λαοφιλές |
| γενική | του | λαοφιλούς* | της | λαοφιλούς | του | λαοφιλούς |
| αιτιατική | τον | λαοφιλή | τη | λαοφιλή | το | λαοφιλές |
| κλητική | λαοφιλή(ς) | λαοφιλής | λαοφιλές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαοφιλείς | οι | λαοφιλείς | τα | λαοφιλή |
| γενική | των | λαοφιλών | των | λαοφιλών | των | λαοφιλών |
| αιτιατική | τους | λαοφιλείς | τις | λαοφιλείς | τα | λαοφιλή |
| κλητική | λαοφιλείς | λαοφιλείς | λαοφιλή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.o.fiˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ο‐φι‐λής
Συνώνυμα
- λαοφίλητος
- → δείτε και τη λέξη δημοφιλής
Αντώνυμα
Αναφορές
- σελ. 593, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- λαοφιλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λαοφιλής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.