λαομίσητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαομίσητος η λαομίσητη το λαομίσητο
      γενική του λαομίσητου της λαομίσητης του λαομίσητου
    αιτιατική τον λαομίσητο τη λαομίσητη το λαομίσητο
     κλητική λαομίσητε λαομίσητη λαομίσητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαομίσητοι οι λαομίσητες τα λαομίσητα
      γενική των λαομίσητων των λαομίσητων των λαομίσητων
    αιτιατική τους λαομίσητους τις λαομίσητες τα λαομίσητα
     κλητική λαομίσητοι λαομίσητες λαομίσητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαομίσητος < λαός + μισητός

Επίθετο

λαομίσητος, -η, -ο

  1. που τον μισεί ο λαός
    η λαομίσητη δικτατορία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.