λαοφίλητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαοφίλητος η λαοφίλητη το λαοφίλητο
      γενική του λαοφίλητου της λαοφίλητης του λαοφίλητου
    αιτιατική τον λαοφίλητο τη λαοφίλητη το λαοφίλητο
     κλητική λαοφίλητε λαοφίλητη λαοφίλητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαοφίλητοι οι λαοφίλητες τα λαοφίλητα
      γενική των λαοφίλητων των λαοφίλητων των λαοφίλητων
    αιτιατική τους λαοφίλητους τις λαοφίλητες τα λαοφίλητα
     κλητική λαοφίλητοι λαοφίλητες λαοφίλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαοφίλητος < λαός + φιλώ + -τος

Επίθετο

λαοφίλητος, -η, -ο

  • που τον αγαπά ο λαός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.