λανδίγραβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λανδίγραβος οι λανδίγραβοι
      γενική του λανδίγραβου
& λανδιγράβου
των λανδίγραβων
& λανδιγράβων
    αιτιατική τον λανδίγραβο τους λανδίγραβους
& λανδιγράβους
     κλητική λανδίγραβε λανδίγραβοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λανδίγραβος < ενδεχομένως (άμεσο δάνειο) γαλλική landgrave[1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

λανδίγραβος αρσενικό

Συγγενικά

  • λανδιγραυία (σπάνιο, παρωχημένο)

Αναφορές

  1. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν γαλλοελληνικόν, τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1912), σ. 47. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-07-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.