λαμπροκουλούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαμπροκουλούρα | οι | λαμπροκουλούρες |
| γενική | της | λαμπροκουλούρας | των | λαμπροκουλούρων |
| αιτιατική | τη | λαμπροκουλούρα | τις | λαμπροκουλούρες |
| κλητική | λαμπροκουλούρα | λαμπροκουλούρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /lam.bɾo.kuˈlu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπρο‐κου‐λού‐ρα
Ουσιαστικό
λαμπροκουλούρα θηλυκό
- (γαστρονομία, λαογραφία) η κουλούρα / το τσουρέκι της Λαμπρής, του Πάσχα, που ετοιμάζεται από τη Μεγάλη Πέμπτη ή το Μεγάλο Σάββατο για το βράδυ της Ανάστασης ή την Κυριακή του Πάσχα
- ※ Στη Μεσημβρία ετοιμάζουν μια λαμπροκουλούρα σε σχήμα σταυρού με τέσσερα κόκκινα αβγά στις άκρες και ένα άσπρο στη μέση. (Λαογραφικά Θράκης, Τόμος 1, 1979, σελ. 50)
Μεταφράσεις
λαμπροκουλούρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.