λαμπροκούλουρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαμπροκούλουρο | τα | λαμπροκούλουρα |
| γενική | του | λαμπροκούλουρου | των | λαμπροκούλουρων |
| αιτιατική | το | λαμπροκούλουρο | τα | λαμπροκούλουρα |
| κλητική | λαμπροκούλουρο | λαμπροκούλουρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /lam.bɾo.ˈku.lu.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπρο‐κού‐λου‐ρο
Ουσιαστικό
λαμπροκούλουρο ουδέτερο
- (γαστρονομία, λαογραφία) άλλη μορφή του λαμπροκουλούρα
- ※ Έπειτα ἐπέρασε ἕνας - ἕνας , πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα : – Χριστὸς ̓Ανέστη . ―― ̓Αληθινὸς ὁ Κύριος . (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Διηγήματα του γυλιού, Πάσχα στα πέλαγα, πρώτη έκδοση 1922)
Μεταφράσεις
λαμπροκούλουρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.