λαμπρόψωμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπρόψωμο τα λαμπρόψωμα
      γενική του λαμπρόψωμου των λαμπρόψωμων
    αιτιατική το λαμπρόψωμο τα λαμπρόψωμα
     κλητική λαμπρόψωμο λαμπρόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπρόψωμο < Λαμπρ(ή) + -ό- + ψωμ(ί) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /lamˈbɾo.pso.mo/

Ουσιαστικό

λαμπρόψωμο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.