λαμπρόψωμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαμπρόψωμο | τα | λαμπρόψωμα |
| γενική | του | λαμπρόψωμου | των | λαμπρόψωμων |
| αιτιατική | το | λαμπρόψωμο | τα | λαμπρόψωμα |
| κλητική | λαμπρόψωμο | λαμπρόψωμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /lamˈbɾo.pso.mo/
Ουσιαστικό
λαμπρόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία, λαογραφία) η λαμπροκουλούρα
- ※ Κουλούρια κάνανε διάφορα με διάφορες ονομασίες. Ψαθούρια, κολύκια, λαζάρους, μεγάλα ψωμιά σα κούκλες, λαμπρόψωμο. (Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, 1973, σελ. 43)
Μεταφράσεις
λαμπρόψωμο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.