λαδερά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
λαδερά
<
λαδερός
Επίρρημα
λαδερά
τα
φαγητά
που έχουν μαγειρευτεί με πολύ
λάδι
Μεταφράσεις
λαδερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λαδερά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
λαδερό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.