huileux

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

huileux < huile

Προφορά

ΔΦΑ : /ɥi.lø/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό huileux huileux
θηλυκό huileuse huileuses

huileux (fr)

  1. που θυμίζει το λάδι, τη μορφή του ή την πυκνότητά του
     δείτε τη λέξη  onctueux, visqueux
  2. που είναι ή φαίνεται καλυμμένος με λάδι
     δείτε τη λέξη  graisseux, gras

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.