λίψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / λίψ οἱ/αἱ λίβες
      γενική τοῦ/τῆς λιβός τῶν λιβῶν
      δοτική τῷ/τῇ λιβῐ́ τοῖς/ταῖς λιψῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν λίβ τοὺς/τὰς λίβᾰς
     κλητική ! λίψ λίβες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίβε
γεν-δοτ τοῖν  λιβοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φλέψ' όπως «φλέψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

λίψ < λείβω

Ουσιαστικό

λίψ αρσενικό

  1. η νοτιοδυτική κατεύθυνση
  2. (άνεμος) ο λίβας

Ετυμολογία 2

λίψ < λίπτω

Ουσιαστικό

λίψ θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.