δέκτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δέκτρια οι δέκτριες
      γενική της δέκτριας των δεκτριών
    αιτιατική τη δέκτρια τις δέκτριες
     κλητική δέκτρια δέκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δέκτρια < ελληνιστική κοινή δέκτρια, θηλυκό του δεκτήρ

Ουσιαστικό

δέκτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δέκτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.