αποδέκτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδέκτρια οι αποδέκτριες
      γενική της αποδέκτριας των αποδεκτριών
    αιτιατική την αποδέκτρια τις αποδέκτριες
     κλητική αποδέκτρια αποδέκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδέκτρια < αποδέκτης + -τρια

Ουσιαστικό

αποδέκτρια θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αποδέκτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.