λήξας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λήξας & λήξαντας |
η | λήξασα | το | λήξαν |
| γενική | του | λήξαντος & λήξαντα |
της | λήξασας & ληξάσης* |
του | λήξαντος |
| αιτιατική | τον | λήξαντα | τη | λήξασα | το | λήξαν |
| κλητική | λήξας & λήξαντα |
λήξασα | λήξαν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λήξαντες | οι | λήξασες | τα | λήξαντα |
| γενική | των | ληξάντων | των | ληξασών | των | ληξάντων |
| αιτιατική | τους | λήξαντες | τις | λήξασες | τα | λήξαντα |
| κλητική | λήξαντες | λήξασες | λήξαντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λήξας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήξας, μετοχή του αορίστου ἔληξα του ρήματος λήγω
Μετοχή
λήξας, -ασα, -αν
- εκείνος που έληξε, που αποκλείεται να έχει συνέχεια
- ↪ Ο αγώνας θα θεωρηθεί λήξας μετά από 3 ώρες ενώ οι κολυμβητές που θα βρίσκονται εκείνη τη στιγμή μέχρι και 500 μέτρα από...
- ↪ Τώρα ο γάμος τους θεωρείται και τυπικά λήξας και οι δύο πρώην σύζυγοι θα μοιραστούν την κηδεμονία των παιδιών
- εκείνος που θεωρείται ότι έληξε
- —Θέλω να γυρίσω μόνη μου από το πάρτι! Δεν είμαι μωρό! —Αποκλείεται! Είσαι 13 ετών και το θέμα θεωρείται λήξαν!
- ↪ Η κυβέρνηση θεωρεί το θέμα λήξαν παρά τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών
- ↪ Μετά τους διαξιφισμούς με τον παίκτη, ο προπονητής δήλωσε ότι από πλευράς τους θεωρεί το θέμα λήξαν και δεν πιστεύει ότι υπάρχει κανένα πρόβλημα
- λήξαντας (με νεότερες καταλήξεις)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.