λήγοντας

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.ɣon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λήγοντας

Ετυμολογία 1

λήγοντας: η άκλιτη νεοελληνική μετοχή σε -οντας

Μετοχή

λήγοντας άκλιτο

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λήγων
& λήγοντας
η λήγουσα το λήγον
      γενική του λήγοντος
& λήγοντα
της λήγουσας
& ληγούσης*
του λήγοντος
    αιτιατική τον λήγοντα τη λήγουσα το λήγον
     κλητική λήγων
& λήγοντα
λήγουσα λήγον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λήγοντες οι λήγουσες τα λήγοντα
      γενική των ληγόντων των ληγουσών των ληγόντων
    αιτιατική τους λήγοντες τις λήγουσες τα λήγοντα
     κλητική λήγοντες λήγουσες λήγοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
λήγοντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήγων ληγ(οντ-) + νεότερη κατάληξη -οντας

Μετοχή

λήγοντας, -ουσα, ον

  • άλλη μορφή του λήγων με νεότερες καταλήξεις
    ο λήγοντας αριθμός λαχείου που κερδίζει είναι το 6

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

λήγοντας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.