λαγγεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λαγγεύω < *(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαγγεύω < αρχαία ελληνική λαγγ(άζω) + -εύω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /laŋˈɟe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαγ‐γεύ‐ω
Ρήμα
λαγγεύω, πρτ.: λάγγευα, στ.μέλλ.: θα λαγγέψω, αόρ.: λάγγεψα, παθ.φωνή: λαγγεύομαι, μτχ.π.π.: λαγγεμένος
- καίω, καταστρέφω
- Γιατί είν' ο Μάρτης δίβουλος, ο μήνας που γελάει και που θυμώνει. Και φτονερός, τον κήπο τρόμαξε! Και λάγγεψε κάθε άνθισμά του και τ' απόκοψε. Κάθε χυμό τον πισωγύρισε, μες στο ταξίδι του. (Γιάννης Βλαχογιάννης, Λόγοι και αντίλογοι, 1925)
- αποχαυνώνομαι από ερωτική επιθυμία[2]
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
λαγγεύω
|
|
Αναφορές
- λαγγεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.