κοστοβόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοστοβόρος | η | κοστοβόρα | το | κοστοβόρο |
| γενική | του | κοστοβόρου | της | κοστοβόρας | του | κοστοβόρου |
| αιτιατική | τον | κοστοβόρο | την | κοστοβόρα | το | κοστοβόρο |
| κλητική | κοστοβόρε | κοστοβόρα | κοστοβόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοστοβόροι | οι | κοστοβόρες | τα | κοστοβόρα |
| γενική | των | κοστοβόρων | των | κοστοβόρων | των | κοστοβόρων |
| αιτιατική | τους | κοστοβόρους | τις | κοστοβόρες | τα | κοστοβόρα |
| κλητική | κοστοβόροι | κοστοβόρες | κοστοβόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοστοβόρος < κόστος + -ο- + -βόρος (λανθασμένος σχηματισμός)
Επίθετο
κοστοβόρος, -α (/-ος), -ο
Σημειώσεις
- Πρόκειται για νεολογισμό που σχηματίστηκε με λανθασμένο τρόπο. Κανονικά θα έπρεπε να σημαίνει το αντίθετο απ’ αυτό που εννοούν όσοι τον χρησιμοποιούν. Βλ. Τι τρώει ο κοστοβόρος;
Μεταφράσεις
κοστοβόρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.