sisto
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- sisto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-, συγγενές με το (λατινικά) sto, το (σανσκριτικά) तिष्ठति (tíṣṭhati) (ρίζα √sthā), (αρχαία ελληνικά) ἵστημι, το παλαιοαγγλικό standan ((αγγλικά) stand), (βουλγαρικά) стоя...
Ρήμα
sisto
- θέτω, βάζω
- στέκομαι (δίπλα)
- συμπαραστέκομαι
- (νομικός όρος) παρίσταμαι (σε δικαστήριο)
- στηρίζω
- τάσσω
- μπήγω
Κλίση
Γ' συζυγία (sisto, stiti, statum, sistere) (ο παρακείμενος και steti)
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.