κοστολογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοστολογημένος η κοστολογημένη το κοστολογημένο
      γενική του κοστολογημένου της κοστολογημένης του κοστολογημένου
    αιτιατική τον κοστολογημένο την κοστολογημένη το κοστολογημένο
     κλητική κοστολογημένε κοστολογημένη κοστολογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοστολογημένοι οι κοστολογημένες τα κοστολογημένα
      γενική των κοστολογημένων των κοστολογημένων των κοστολογημένων
    αιτιατική τους κοστολογημένους τις κοστολογημένες τα κοστολογημένα
     κλητική κοστολογημένοι κοστολογημένες κοστολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοστολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοστολογώ

Μετοχή

κοστολογημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.